- δίκλωστος
- -η, -οο δίκλωνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δίκλωστος — η, ο αυτός που αποτελείται από δύο κλωστές: Ράβει με δίκλωστο νήμα τα κουμπιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)